- ἀνελευθεριώτερον
- ἀνελευθέριοςinENmasc acc comp sgἀνελευθέριοςinENneut nom/voc/acc comp sgἀνελευθέριοςinENadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.